- σκαληνός
- -ή, -ό / σκαληνός, -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ός, Α1. άνισος, ασύμμετρος, ανισοσκελής2. φρ. α) «σκαληνό(ν) τρίγωνο(ν)» — τρίγωνο που έχει και τις τρεις πλευρές του άνισεςβ) «σκαληνοί μύες» — τρεις μύες τής πλάγιας τραχηλικής χώρας, ο πρόσθιος, ο μέσος και ο οπίσθιος, που ενεργούν ως επικουρικοί εισπνευστικοί μύεςνεοελλ.φρ. «σύνδρομο τού πρόσθιου σκαληνού (μυός)» — σύνδρομο που οφείλεται σε συμπίεση τού βραχιόνιου πλέγματος και τής υποκλείδιας αρτηρίας πάνω στην 1η πλευρά λόγω υπερτονίας τού μυός αυτούαρχ.1. λοξός, σκολιός («σκαληνὴ φλέψ» — λοξή φλέβα, Ιπποκρ.)2. ανώμαλος, ακανόνιστος («ἀταρπὸς σκαληνός» — ανώμαλο, ακανόνιστο μονοπάτι, Στοβ.)3. φρ. α) «σκαληνὰ στερεά» — στερεά σώματα τών οποίων οι τρεις διαστάσεις είναι άνισες μεταξύ τουςβ) «ὁ ἀριθμός ὃς ἂν μὴ σκαληνὸς ἦ ἀλλ' ἰσοσκελής» — ο περιττός αριθμός.επίρρ...σκαληνῶς Αμε άνισο, ακανόνιστο τρόπο («ὄφις σκαληνῶς διαβαίνων», Επιφάν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλ- τού σκάλλω + κατάλ. -ηνός (πρβλ. γαλ-ηνός)].
Dictionary of Greek. 2013.